GR EN

Νέα-Επικαιρότητα

Απαγωγή της αντιπροέδρου του Σωματείου Ελένης Σωτηρίου

Η αντιπρόεδρος των Γιατρών Καρδιάς κα Ελένη Σωτηρίου έπεσε θύμα απαγωγής ατις 30 Οκτωβρίου, κατά την 26 αποστολή της στο Ιρακ.

Η αντιπρόεδρος των Γιατρών Καρδιάς κα Ελένη Σωτηρίου έπεσε θύμα απαγωγής στις 30 Οκτωβρίου, κατά την 26 αποστολή της στο Ιρακ.

Όλο το ιστορικό της απαγωγής από τη συνέντευξη της Κας Σωτηρίου:

"Είχαν περάσει σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία αποστολή μας στο Ιράκ και η ένοπλη βία στη χώρα αυτή συνεχιζόταν με εντεινόμενο ρυθμό. Στους  τεράστιους αριθμούς των θυμάτων του πρόσφατου πολέμου, κάθε μέρα που περνούσε τον τελευταίο καιρό πρόσθετε όλο και περισσότερους  νεκρούς, τραυματίες, άρρωστους, σακατεμένους και δυστυχισμένους ανθρώπους.

 Μετά από αυτά, το Διοικητικό Συμβούλιο της Οργάνωσής μας αποφάσισε να πραγματοποιήσουμε την 26η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στο Ιράκ. Συγκεκριμένα, όπως και στις προηγούμενες αποστολές, αποφασίσαμε να στείλουμε στο νοσοκομείο Al-Kindy της Βαγδάτης  φαρμακευτικό και νοσοκομειακό υλικό και επί πλέον μεταχειρισμένες εξωτερικές οστεοσυνθέσεις που μας δώρισαν πρόσφατα  διάφορα ελληνικά νοσοκομεία. Το συνολικό βάρος του υλικού ήταν 930 κιλά.

Την 28η Οκτωβρίου, ημέρα Σάββατο, αναχώρησα αεροπορικώς από την Αθήνα για το Αμμάν, μέσω Λάρνακας, συνοδεύοντας το προαναφερόμενο υλικό. Στο Αμμάν μεταφορτώσαμε το υλικό σε φορτηγό και ξεκινήσαμε οδικώς για τη Βαγδάτη, μια διαδρομή 14 ωρών. Στο συνοριακό σταθμό της Ιορδανίας με το Ιράκ, όπου γίνονται οι καθιερωμένοι έλεγχοι, αποφάσισα να μη συνεχίσω οδικώς. Έχω κάνει αυτή τη διαδρομή ως τη Βαγδάτη 25 φορές με επιστροφή, χωρίς ενδιάμεση στάση, χωρίς καμιά άνεση, μαζί με τους οδηγούς στη μπροστινή θέση του αυτοκινήτου, με ποικίλες απροσδόκητες δυσκολίες και πολλά εμπόδια, τον πρώτο καιρό με βομβαρδισμούς και πάντοτε με ατέλειωτους ελέγχους από Ιρακινούς και Αμερικανούς. Αυτή τη φορά έδωσα κάτι παραπάνω στους οδηγούς για να συνεχίσουν μόνοι τους. Επέστρεψα στο Αμμάν και από εκεί έφτασα την Κυριακή στη Βαγδάτη αεροπορικώς. Συνάντησα τους οδηγούς που ήδη είχαν φτάσει και  παρέδωσα το υλικό στο διευθυντή του νοσοκομείου, ο οποίος δέχτηκε την προσφορά μας με μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη και μου ενεχείρισε ευχαριστήρια επιστολή προς τους «Γιατρούς Καρδιάς» για τη βοήθεια που επί χρόνια  προσφέρουμε τακτικά στο Al-Kindy. Οι ανάγκες του νοσοκομείου ήταν τόσο μεγάλες ώστε αμέσως πήραν στα χειρουργεία και χρησιμοποίησαν 25 από τις εξωτερικές οστεοσυνθέσεις που μόλις τους είχα παραδώσει.

Στη διάρκεια της Κυριακής δεν επικοινώνησα τηλεφωνικώς με το σύζυγό μου και τους «Γιατρούς Καρδιάς», διότι το κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιώ δεν λειτουργούσε στο Ιράκ. Ο σύζυγός μου ενημερώθηκε για μένα και την αποστολή τηλεφωνώντας στους οδηγούς του φορτηγού. Στο νοσοκομείο μου έδωσαν ειδική  κάρτα που χρησιμοποιούν στη Βαγδάτη ώστε με αυτή μπορούσα πλέον να κάνω χρήση του κινητού μου τηλεφώνου. Το βράδυ της Κυριακής έμεινα στο ξενοδοχείο «Παλεστάιν» - εκεί μένουμε όταν χρειάζεται να διανυκτερεύσουμε  στη Βαγδάτη.

Τη Δευτέρα το πρωί, αφού επικοινώνησα με το σύζυγό μου και τον ενημέρωσα για την αποστολή, πήγα στο Υπουργείο Υγείας του Ιράκ και εκεί συναντήθηκα με τον Υπουργό. Παρόντος και του Διευθυντού του νοσοκομείου Al-Kindy, συζητήσαμε το θέμα της ανέγερσης στο νοσοκομείο αυτό από τους «Γιατρούς Καρδιάς» ξεχωριστής πτέρυγας (μαιευτήριο). Αυτό είναι ένα σχετικά παλιό θέμα που το έχουμε συζητήσει και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Ιράκ. Όταν τελείωσε αυτή η συνάντηση, έπρεπε να περάσω από το νοσοκομείο, όπως είχα συνεννοηθεί με το Διευθυντή του. Ήμουν όμως πολύ κουρασμένη και έτσι αποφάσισα να πάω στο ξενοδοχείο  μου, για να πάρω τα πράγματά μου και το αεροπορικό εισιτήριο επιστροφής. Για να μπω στο ξενοδοχείο έπρεπε, για λόγους ασφαλείας, να ακολουθήσω πεζή ένα μακρύ διάδρομο πλαισιωμένο με ψηλά τείχη από μπετόν. Σε τρία διαδοχικά σημεία αυτού του διαδρόμου γίνεται λεπτομερής έλεγχος των εισερχομένων. Όταν πέρασα τον πρώτο έλεγχο, κάποιος που βρέθηκε εκεί μου φώναξε στα αγγλικά:

-Κυρία! Κυρία! Σας ζητούν στο νοσοκομείο Al-Kindy! Ελάτε να σας οδηγήσω ως εκεί.

Σκέφτηκα ότι θα με περίμεναν στο νοσοκομείο για τη συνάντηση που είχαμε συμφωνήσει. Παρατήρησα ότι αυτός που μου μιλούσε ήταν ένας ευγενικός και καλοβαλμένος νέος άνδρας.  Μου άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκα. Είδα ότι στο αυτοκίνητο υπήρχε όπλο – κάτι πολύ συνηθισμένο σήμερα για τις συνθήκες της Βαγδάτης. Πήραμε το δρόμο για το νοσοκομείο. Μετά από λίγο μίλησε στο κινητό του στη γλώσσα του και σε λίγο έκοψε ταχύτητα, πλεύρισε στο άκρο του δρόμου και ένας άλλος άνοιξε, μπήκε και κάθισε δίπλα μου, χωρίς το αυτοκίνητο να σταματήσει. Ήταν κι αυτός ένοπλος. Την ίδια στιγμή διαπίστωσα ότι το αυτοκίνητο δεν πήγαινε στο νοσοκομείο. Ρώτησα εκνευρισμένη τι γύρευε στο αυτοκίνητο αυτός που μπήκε, είπα ότι έπρεπε να κατεβεί αμέσως και ρώτησα γιατί παρεκκλίναμε και δεν πηγαίναμε απευθείας στο νοσοκομείο. Ο   τελευταίος μου είπε ότι ήμουν υπό κράτηση, ότι με είχαν απαγάγει. Το πέρασα για αστείο και είπα ότι δεν είχα παρά 100 ευρώ. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν αστειευόντουσαν και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, για να βγω. Τότε ο ίδιος μου άρπαξε με βία τα χέρια και τα έδεσε σφιχτά.

 Με οδήγησαν με κλειστά τα μάτια σε κάποιο χώρο. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μακριά. Εκεί μου πήραν το κινητό τηλέφωνο, το ρολόι, δύο δαχτυλίδια, ένα σταυρό και τα λίγα χρήματα που είχα στο πορτοφόλι μου. Μου δέσανε τα πόδια. Μου δέσανε τα χέρια πίσω. Μου δέσανε με ένα πανί τα μάτια, για να μη βλέπω. Με ρώτησαν τι γυρεύω στο Ιράκ, γιατί έρχομαι και βοηθάω τώρα που όλα έχουν πιά τελειώσει. Τους εξήγησα ότι η Οργάνωσή μας βοηθάει τους ανθρώπους που υποφέρουν, ανεξάρτητα από χρώμα, γλώσσα, θρησκεία κλπ. και ότι γι’αυτό το λόγο φέρνουμε βοήθεια στο νοσοκομείο Al-Kindy ανελλιπώς από τον καιρό των βομβαρδισμών του τελευταίου πολέμου. Δεν με άκουγαν. Ζητούσαν χρήματα. Ήθελαν τον αριθμό τηλεφώνου του συζύγου μου. Τους έδωσα έναν ανύπαρκτο αριθμό. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Τους εξήγησα ότι ο σύζυγός μου δεν απαντούσε, διότι (δήθεν) ήταν στο Αφγανιστάν σε ανάλογη ανθρωπιστική αποστολή. Ο σύζυγός μου κι εγώ έχουμε την ίδια τρέλα, τους είπα. Τηλεφωνούσαν στην πρεσβεία μας στη Βαγδάτη ζητώντας τον Πρέσβη, ο οποίος όμως έλλειπε στην Αθήνα.

Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα. Με συνόδευσε μια νέα γυναίκα που ανήκε στην ομάδα τους και με επιτηρούσε. Μου έλυσε τα μάτια, τα χέρια και τα πόδια.

Από το πλαϊνό δωμάτιο ακούγονταν ξεφωνητά, διαπληκτισμοί, οργισμένες φωνές. Δε μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα. Πρέπει να υπήρχαν και άλλοι κρατούμενοι στα πλαϊνά δωμάτια.

Δεν υπήρχε κρεβάτι ή κάθισμα. Καθόμουν κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο.  Ζήτησα κάτι τουλάχιστο για να σκεπαστώ. Μου έδωσαν το μόνο που βρήκαν στην τσάντα μου: την ελληνική σημαία. Οι Γιατροί Καρδιάς έχουμε την ελληνική σημαία πάντα μαζί μας σε όλες τις αποστολές. Την κρεμούμε από κάπου, στο χώρο της εργασίας μας, για να ξέρουν οι ξένοι ότι είμαστε Έλληνες.

Δε μπορούσα να κοιτάξω έξω από το χώρο της κράτησής μου, αλλά άκουγα το χαρακτηριστικό ήχο που κάνει το νερό όταν τρέχει από πολλά σιντριβάνια.

Εν τω μεταξύ πέρασε πολύς χρόνος από την τελευταία επικοινωνία που είχα με τον σύζυγό μου. Ο ίδιος και τα μέλη των Γιατρών Καρδιάς στην Αθήνα ανησύχησαν. Τέτοιο κενό επικοινωνίας είχε παρατηρηθεί μόνο στις προηγούμενες απαγωγές μου. Ειδοποίησαν, λοιπόν, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος. Ανέφεραν ότι αγοείτο η τύχη μου από το πρωί της Δευτέρας. Ειδοποιήθηκε η Υπουργός Εξωτερικών Κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΞ Κύριος Χάρης Ροκανάς, ο Πρέσβης μας στη Βαγδάτη Κύριος Παναγιώτης Μακρής (βρισκόταν στην Αθήνα) και ο Πρέσβης του Ιράκ στην Αθήνα.

Οι σταθμοί τηλεόρασης και ραδιοφώνου στη Βαγδάτη ανέφεραν την απαγωγή μου, όπως μου είπε εμπιστευτικά η Ιρακινή φύλακάς μου. Αργότερα έμαθα ότι την απαγωγή μου ανέφερε και το CNN και ότι με φροντίδα του Ελληνικού Κράτους και  του Ιράκ αναζητείτο ο τόπος όπου με κρατούσαν οι απαγωγείς. Οι Ελληνικές Αρχές, όπως και ο σύζυγός μου και τα μέλη των «Γιατρών Καρδιάς», δε συμφωνούσαν να γίνει δυναμική ενέργεια απελευθέρωσής μου, διότι θα χάνονταν ζωές. Επίσης, ο Κύριος Ροκανάς παρακάλεσε τους έλληνες δημοσιογράφους που πληροφορήθηκαν την απαγωγή ( από τα ΜΜΕ του Ιράκ, το CNN και τον κόμβο των Γιατρών Καρδιάς στο διαδίκτυο ) να μη μεταδώσουν την είδηση γιατί κινδύνευε η ζωή μου. Όπως έμαθα αργότερα, το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ζήτησε ( και πήρε από το σύζυγό μου ) ορισμένα προσωπικά στοιχεία μου – φωτογραφία, ηλικία κλπ.

Την Τετάρτη με μετέφεραν σε άλλο κτήριο. Και τούτο, διότι, όπως μου είπε η φύλακάς μου, οι απαγωγείς ανέμεναν ένοπλη επίθεση εναντίον τους στην αρχική θέση όπου με κρατούσαν. Για να αποθαρρύνω τους απαγωγείς, έλεγα στην Ιρακινή να μην περιμένουν λύτρα, διότι όπως διαπίστωναν και οι ίδιοι, για μένα δεν ενδιαφερόταν κανείς.

-Σε τέτοιες περιπτώσεις, κόβουμε ένα αφτί ή ένα δάχτυλο του κρατούμενου και το στέλνουμε ως πειστικό δείγμα στους συγγενείς που τότε εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους!

Αυτά τα λόγια της Ιρακινής με τρόμαξαν και εξηγούσαν ίσως γιατί στο χώρο της τουαλέτας έβλεπα τόσα αίματα. Στο διάδρομο υπήρχαν κιβώτια που νομίζω ότι περιείχαν εκρηκτικά. Σκεφτόμουν με τρόμο το ενδεχόμενο να χτυπήσουν τη θέση μας.

Αποφάσισα να δραπετεύσω. Λογάριαζα να ανέβω στο παράθυρο της τουαλέτας και να πηδήσω έξω. Δεν γνώριζα, όμως το ύψος στο οποίο βρισκόμουν. Έπρεπε να συνεργαστώ με την Ιρακινή. Της εξήγησα ότι, αν με βοηθούσε να φύγω, θα της έδινα τα 600 ευρώ που είχα ( σε κάθε αποστολή κρύβω ένα ποσό στα παπούτσια μου). Αν δε με βοηθούσε και τελικά με δολοφονούσαν, αυτή δεν θα έπαιρνε τίποτε, αφού οι υπόλοιποι της ομάδας ήταν πολλοί και όλοι άνδρες.

Δεν με κακοποίησαν, αλλά ήταν πραγματικό μαρτύριο να μένω δεμένη χειροπόδαρα κάτω στο τσιμέντο μέρα-νύχτα, χωρίς ένα στρώμα, μια κουβέρτα. Μου έφερναν φαγητό. Δεν το έτρωγα. Έπινα νερό και έτρωγα λίγο ψωμί που μου έδιναν.

Με μετέφεραν σε νέα (τρίτη) θέση. Φοβόμουν πια για τη ζωή μου. Την Παρασκευή το μεσημέρι, όταν έλλειπαν όλοι οι άνδρες για την καθιερωμένη προσευχή των μουσουλμάνων, δραπέτευσα φορώντας τη μαντήλα ( μπούρκα ) και τη ρόμπα που μου έφερε η Ιρακινή φύλακάς μου. Σκηνοθετήσαμε σύγκρουση: την χτύπησα (δήθεν ), τη φίμωσα και την άφησα στο δάπεδο δεμένη. Πήρα το κινητό μου τηλέφωνο και τα χαρτιά που μου είχαν αφαιρέσει. Βγήκα έξω και  μέσα από μια φτωχογειτονιά έφτασα σε κύριο δρόμο. Εκεί πήρα ταξί που με πήγε στο Al-Kindy. Ο φύλακας ειδοποίησε και σε ελάχιστο χρόνο γέμισε ο τόπος ακροβολιστές και αυτοκίνητα της Αστυνομίας. Με πήραν στο Υπουργείο των Εσωτερικών όπου μου ζήτησαν πληροφορίες για τους απαγωγείς. Έδωσα αόριστες απαντήσεις, διότι σκέφτηκα ότι θα τους σκότωναν και μαζί τους θα έχανε τη ζωή της και η νεαρή Ιρακινή που με είχε βοηθήσει. Mε ανέκριναν και 3 Αμερικανοί. Απαντούσα με αοριστίες. Ζήτησα να με παραλάβει ο Πρέσβης μας. Το βράδυ έμεινα στην Πρεσβεία μας και το Σάββατο πήγα στο ξενοδοχείο και πήρα τα πράγματά μου. Την Κυριακή το πρωί επέστρεψα αεροπορικώς στην Αθήνα.

Όταν οι «Γιατροί Καρδιάς» φτάναμε στη Βαγδάτη για την πρώτη αποστολή μας στο νοσοκομείο Al-Kindy,  πριν από τους βομβαρδισμούς ( 28.3.2003 ), ήταν αδύνατο να φανταστούμε ότι εκείνο το νοσοκομείο, με τους χαμογελαστούς γιατρούς και αρρώστους, με τα κεντητά σεντόνια στα κρεβάτια των ασθενών, θα έφτανε στο χάλι που αντικρίσαμε κατά τους βομβαρδισμούς: χώροι έρημοι, λεηλατημένοι, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρούς και αρρώστους. Με τα φάρμακα που τους πήγαμε τότε και με την προσωπική μας συμμετοχή στη δουλειά, ξεκίνησε ξανά το νοσοκομείο. Από τότε δεν σταματήσαμε να τους πηγαίνουμε φάρμακα. Τα θύματα του πολέμου και της βίας γεμίζουν το νοσοκομείο. Συχνά πατώ στο αίμα και κολλούν τα παπούτσια μου στο δάπεδο του νοσοκομείου. Εκρήξεις, πυροβολισμοί, βία και φόβος παντού. Πτωμαϊνη στην ατμόσφαιρα της περιοχής του νεκροτομείου: τα πτώματα δεν χωρούν στα ψυγεία και σαπίζουν αζήτητα καθώς οι συγγενείς δε φαντάζονται ότι οι δικοί τους είναι νεκροί. Ο οδηγός μου πυροβολείται στο κεφάλι. Τα μυαλά του γεμίζουν τη μπλούζα μου. Με συλλαμβάνουν άγνωστοι ένοπλοι, μου δένουν τα μάτια και τα χέρια. Μετά από 8 ώρες με αφήνουν ζητώντας συγγνώμη ( 8.4.2006 ). Άγνωστοι με συλλαμβάνουν και πάλι ( 6.9.2005), όταν έξω από τη Βαγδάτη χάλασε το φορτηγό με το οποίο μετέφερα φάρμακα για το Al-Kindy. Με κρατούν επί τριήμερο σε απόμερο παράπηγμα χωρίς ούτε ένα παράθυρο, χωρίς φως, νερό, φαγητό, χωρίς ένα κάθισμα, στρώμα ή κουβέρτα, παρέα με πτώματα, τραυματίες και μαχητές με καλυμμένα πρόσωπα. Πρήζονται και σκάζουν τα χείλη μου. Η μπόχα με πνίγει. Με υποχρεώνουν να ράψω τραύματα, βαθιά και μολυσμένα, 16 νέων ημιθανών ανθρώπων βαρύτατα τραυματισμένων που ήταν σωριασμένοι εκεί σε άθλια κατάσταση. Με προειδοποιούν ότι για καθένα που θα πεθαίνει θα μου κόβουν ένα δάχτυλο! Σε 3 μέρες τα κατάφερα, με τη βοήθεια του Θεού. Τότε με άφησαν να φύγω. Μου έδωσαν και το φορτίο των φαρμάκων. Μου έδωσαν και χρήματα για τα έξοδα μεταφοράς των φαρμάκων ως το νοσοκομείο. Είναι ολοφάνερο: όσο περνάει ο καιρός, η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά."